οργανοποιΐα

οργανοποιΐα
η изготовление музыкальных инструментов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οργανοποιΐα" в других словарях:

  • ὀργανοποιία — ὀργανοποιίᾱ , ὀργανοποιία instrument making fem nom/voc/acc dual ὀργανοποιίᾱ , ὀργανοποιία instrument making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίᾳ — ὀργανοποιίᾱͅ , ὀργανοποιία instrument making fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίας — ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία instrument making fem acc pl ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία instrument making fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίαν — ὀργανοποιίᾱν , ὀργανοποιία instrument making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίαις — ὀργανοποιία instrument making fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργανοποία — η (Α ὀργανοποιία) [οργανοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή μουσικών οργάνων 2. βιομηχανία παραγωγής και επιδιόρθωσης μουσικών οργάνων αρχ. 1. κατασκευή οργάνων, εργαλείων ή μηχανών 2. σχηματισμός ενός ανατομικού οργάνου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»